στρατηγικός

στρατηγικός
-ή, -ό / στρατηγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [στρατηγός]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός στη διοίκηση τού στρατού
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η στρατηγική
α) η τέχνη τής ανάπτυξης και κινητοποίησης όλων τών πόρων και τών δυνάμεων μιας χώρας για την υποστήριξη τής εθνικής της πολιτικής και για την επίτευξη τών αντικειμενικών της στόχων
β) (ειδικά) στρ. η σχεδίαση μιας στρατιωτικής επιχείρησης ή εκστρατείας από τον στρατιωτικό ηγέτη και η ανάπτυξη τών δυνάμεών του για την επιτυχή διεξαγωγή της
γ) (οικον.) ο προσδιορισμός τού άριστου τρόπου συμπεριφοράς τού οικονομικού υποκειμένου στη συγκεκριμένη κάθε φορά κατάσταση τής αγοράς
δ) (γενικά) το σύνολο τών σχεδιασμένων και συντονισμένων ενεργειών και προσπαθειών για την επίτευξη τών στρατηγικών σκοπών ενός οργανωμένου συνόλου
ε) μτφ. το σύνολο τών συντονισμένων ενεργειών και χειρισμών για την επίτευξη ενός τακτικού στόχου, η τακτική
2. φρ. α) «στρατηγικά σημεία»
i) στρ. (σε πεδίο μάχης) σημεία τού εδάφους με καίρια σημασία για την έκβαση μιας στρατιωτικής επιχείρησης
ii) (γενικά) θέση ή περιοχή με μεγάλη σημασία για εμπορικές, πολιτικές και κυρίως στρατιωτικές επιχειρήσεις
iii) μτφ. τα κύρια σημεία μιας επιλεγμένης τακτικής
β) «μεγάλη στρατηγική» ή «υψηλή στρατηγική»
στρ. η τέχνη τής κινητοποίησης τών πόρων ενός συνασπισμού κρατών για επίτευξη τών αντικειμενικών στόχων τού πολέμου και τής ειρήνης
γ) «στρατηγικός σκοπός» ή «στρατηγικός στόχος» — απώτερος αντικειμενικός σκοπός στον οποίο αποβλέπει ένα οργανωμένο και συντεταγμένο σύνολο και από τον οποίο κρίνεται η έκβαση τής πολιτικής και τών γενικών προσπαθειών του σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή
δ) «στρατηγικές ύλες»
(οικον.) πρώτες ύλες που θεωρούνται απαραίτητες για στρατηγικούς σκοπούς, δηλ. για την εθνική άμυνα και τη διεξαγωγή πολέμου
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το στρατηγικόν
(βυζ.) εγχειρίδιο τακτικής πολέμου κατά τη βυζαντινή περίοδο το οποίο αποτελούσε κωδικοποίηση σχετικών εκθέσεων για την οργάνωση τού στρατού και για την τακτική τής μάχης με τους εχθρούς τής αυτοκρατορίας
αρχ.
1. (στη Ρώμη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πραίτωρα
2. το θηλ. ως ουσ. (ενν. τέχνη) η στρατηγική δεινότητα, ικανότητα, στρατηγία
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ στρατηγικός
ο πρώην πραίτωρας
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ στρατηγικοί
οι πραιτωριανοί
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρατηγικά
πραγματεία σχετική με τη στρατιωτική τέχνη
6. φρ. α) «στρατηγικά βιβλία» — βιβλία αναφερόμενα στη στρατηγική τέχνη (Αιλ.)
β) «στρατηγικὸν βήμα» — το βήμα από όπου αγόρευε ο πραίτωρας (Δίον. Αλ.).
επίρρ...
στρατηγικώς / στρατηγικῶς ΝΜΑ, και στρατηγικά Ν
1. από στρατηγική άποψη
2. με στρατηγική ικανότητα
3. μτφ. με πανουργία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στρατηγικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο στρατηγό: Κατέλαβε το στρατηγικό αξίωμα. 2. «στρατηγικό σημείο», θέση με πλεονεκτήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατηγικά — στρατηγικός of neut nom/voc/acc pl στρατηγικά̱ , στρατηγικός of fem nom/voc/acc dual στρατηγικά̱ , στρατηγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικώτερον — στρατηγικός of adverbial comp στρατηγικός of masc acc comp sg στρατηγικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικωτάτων — στρατηγικός of fem gen superl pl στρατηγικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικῶν — στρατηγικός of fem gen pl στρατηγικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικόν — στρατηγικός of masc acc sg στρατηγικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικώτατον — στρατηγικός of masc acc superl sg στρατηγικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικαῖς — στρατηγικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικαί — στρατηγικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”